παμπλείων

From LSJ
Revision as of 15:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπλείων Medium diacritics: παμπλείων Low diacritics: παμπλείων Capitals: ΠΑΜΠΛΕΙΩΝ
Transliteration A: pampleíōn Transliteration B: pampleiōn Transliteration C: pampleion Beta Code: pamplei/wn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, much greater, ὄγκος τῆς φωνῆς Arist.Aud.804a15.

Russian (Dvoretsky)

παμπλείων: 2, gen. ονος compar. к πάμπολυς.

Greek (Liddell-Scott)

παμπλείων: -ονος, ὁ, ἡ, πολλῷ πλείων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 63 (Bonitz πάμπλεως).

Greek Monolingual

παμπλείων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
κατά πολύ περισσότερος ή μεγαλύτερος («παμπλείων ὄγκος φωνῆς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλείων.