πισσοτρόφος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ον, yielding pitch, φυτά Plu.2.648d.
German (Pape)
[Seite 619] Pech nährend, gebend, Plut. Symp. 3, 2, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit (propr. qui nourrit) de la poix.
Étymologie: πίσσα, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
πισσοτρόφος: образующий смолу, смолистый (φυτά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πισσοτρόφος: -ον, ὁ παράγων πίσσαν, φυτὰ Πλούτ. 2. 648D.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φυτά) αυτός από το ξύλο του οποίου εξάγεται πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -τρόφος (< τρέφω)].