πλέξις
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
εως, ἡ, plaiting, weaving, Pl.Plt.308d, Gp.10.6 tit.
German (Pape)
[Seite 630] ἡ, das Flechten, Weben, Plat. Polit. 308, d.
Russian (Dvoretsky)
πλέξις: εως ἡ плетение, сплетание, тж. тканье Plat.
Greek (Liddell-Scott)
πλέξις: -εως, ἡ, τὸ πλέκειν, ὑφαίνειν, Πλάτ. Πολιτ. 308D, Γεωπ. 10. 6.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλέξις -εως, ἡ [πλέκω] het vlechten.