προσανάλλομαι

From LSJ
Revision as of 15:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰνάλλομαι Medium diacritics: προσανάλλομαι Low diacritics: προσανάλλομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: prosanállomai Transliteration B: prosanallomai Transliteration C: prosanallomai Beta Code: prosana/llomai

English (LSJ)

leap up at a thing, Ath.7.277f.

German (Pape)

[Seite 749] (s. ἅλλομαι), daran in die Höhe springen, aufspringen, Ath. VII, 277 d.

Russian (Dvoretsky)

προσανάλλομαι: подскакивать, подпрыгивать Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάλλομαι: ἀποθ., πηδῶ ἐπάνω εἴς τι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 291.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) πηδώ προς τα επάνω ή πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνάλλομαι «πηδώ προς τα πάνω, αναπηδώ»].