σμῖλα
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ἡ,= σμίλη, AP6.62 (Phil.), 295 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 911] ἡ, = σμίλη, Phanias 3 (VI, 295).
Russian (Dvoretsky)
σμῖλα: ἡ дор. Anth. = σμίλη.
Greek (Liddell-Scott)
σμῖλα: ἡ, = σμίλη, Ἀνθ. Π. 6. 62, 295.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σμίλη.
Greek Monotonic
σμῖλα: ἡ, = σμίλη, σε Ανθ.