συγκλινής

From LSJ
Revision as of 15:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλῐνής Medium diacritics: συγκλινής Low diacritics: συγκλινής Capitals: ΣΥΓΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: synklinḗs Transliteration B: synklinēs Transliteration C: sygklinis Beta Code: sugklinh/s

English (LSJ)

ές, (κλίνω) inclining together, τὸ σ. ἐπ' Αἴαντι, perhaps, the united force directed against Ajax, A.Fr.84.

German (Pape)

[Seite 968] ές, mit -od. zusammenliegend, Bettgenosse, Gatte, sich zusammenneigend, abhängig von inander, Ar. Ran. 1290.

Russian (Dvoretsky)

συγκλῐνής: склоняющийся: τὸ συγκλινὲς ἐπ᾽ Αἴαντι Aesch., Arph. то, что склоняется к Эанту или направлено против Эанта.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλῐνής: -ές, (κλίνω) συγκλίνων ὁμοῦ, τὸ σ. ἐπ’ Αἴαντι, ἴσως = ἡ ἡνωμένη δύναμις ἡ φερομένη κατὰ τοῦ Αἴαντος, ὁ κατ’ αὐτοῦ συνασπισμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 77.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που κλίνει μαζί με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ' Αἴαντι» — ο συνασπισμός εναντίον του Αίαντος, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κλίνης (< κλίνω), πρβλ. επι-κλινής].