σχοινῖτις

From LSJ
Revision as of 15:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινῖτις Medium diacritics: σχοινῖτις Low diacritics: σχοινίτις Capitals: ΣΧΟΙΝΙΤΙΣ
Transliteration A: schoinîtis Transliteration B: schoinitis Transliteration C: schoinitis Beta Code: sxoini=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, made of rushes, καλύβη AP7.295 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
fait de jonc.
Étymologie: σχοῖνος.

Russian (Dvoretsky)

σχοινῖτις: ῐδος adj. f тростниковая (καλύβη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σχοινῖτις: -ιδος, ἡ, πεποιημένος ἐκ σχοίνων ἢ βούρλων, καλύβη Ἀνθ. Π. 7. 295.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
βλ. σχοινίτης.

Greek Monotonic

σχοινῖτις: -ιδος, ἡ (σχοῖνος), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από βούρλα, σε Ανθ.

Middle Liddell

σχοινῖτις, ιδος, ἡ, σχοῖνος
made of rushes, Anth.