τετράμορφος

From LSJ
Revision as of 16:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμορφος Medium diacritics: τετράμορφος Low diacritics: τετράμορφος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: tetrámorphos Transliteration B: tetramorphos Transliteration C: tetramorfos Beta Code: tetra/morfos

English (LSJ)

ον, four-shaped, fourfold, ὧραι τ. the four changing seasons, E.Fr.943; of Janus, Lyd.Mens.4.1.

German (Pape)

[Seite 1098] viergestaltig, von vierfacher Gestalt, Eur. frg. inc. 120.

Russian (Dvoretsky)

τετράμορφος: (ᾰ) четырехобразный, имеющий четыре различных характера (ὧραι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράμορφος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας μορφάς, τετραπλοῦς, αἱ τέσσαρες μεταβαλλόμεναι ὧραι τοῦ ἐνιαυτοῦ, Εὐριπ. ἐν Ἀδήλ. 120.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις μορφές («τετράμορφοι ὧραι» — οι τέσσερεις μεταβαλλόμενες εποχές του έτους, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πεντά-μορφος].