τρυγίας
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
ου, ὁ, A full of lees or sediment, οἶνος Orac. ap. Plu.2.295e, Orib.Fr.76. II Subst., = τρύξ 11, LXXPs.74(75).9, Hdn. Epim.137. 2 = τρύξ 1, new wine, BGU417.9 (ii/iii A. D.).
Russian (Dvoretsky)
τρῠγίας: adj. m имеющий осадок, мутный (οἶνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγίας: -ου, ὁ, (τρὺξ) πλήρης τρυγὸς ἢ καθιζήματος, οἶνος Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 2. 295Ε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = τρὺξ ΙΙ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8), πρβλ. Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 137.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. (για κρασί και με σημ. επιθ.) γεμάτος από κατακάθι, θολός
2. ως ουσ. η τρυγία, νέο αδιήθητο κρασί, γλεύκος, μούστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κατάλ. -ίας (πρβλ. στεμφυλ-ίας)].