τἀπί
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
German (Pape)
[Seite 1069] att. zsgz. statt τὰ ἐπί.
French (Bailly abrégé)
crase att. p. τὰ ἐπί.
Russian (Dvoretsky)
τἀπί: in crasi = τὰ ἐπί.
Greek (Liddell-Scott)
τἀπί: κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἐπί· ― τἀπιεικῆ, ἀντὶ τὰ ἐπιεικῆ.
Greek Monolingual
(I)
το, Ν
άκλ. (στη σουλτανική Τουρκία)
τίτλος ιδιοκτησίας, συνώνυμος του φόρου ο οποίος έπρεπε να καταβληθεί στο τουρκικό δημόσιο για να επιτραπεί η μεταβίβαση δημόσιων γαιών σε καλλιεργητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tapu].
(II)
το, Ν
άκλ. φρ. «έμεινα ταπί» — έμεινα χωρίς χρήματα, είμαι τελείως απένταρος, άφραγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabī «νικημένος, υποτελής»].
(III)
(τἀπί) Α
(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἐπί.
Greek Monotonic
τἀπί: κράση αντί τὰ ἐπί· τἀπιεικῆ αντί τὰ ἐπιεικῆ· τἀπιτίμια αντί τὰ ἐπιτίμια· τἀπίχειρα αντί τὰ ἐπίχειρα.