Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονοτρόφος

From LSJ
Revision as of 16:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονοτρόφος Medium diacritics: χιονοτρόφος Low diacritics: χιονοτρόφος Capitals: ΧΙΟΝΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chionotróphos Transliteration B: chionotrophos Transliteration C: chionotrofos Beta Code: xionotro/fos

English (LSJ)

ον, = χιονοθρέμμων, Ἀρτέμιδος -τρόφον ὄμμα Κιθαιρών E.Ph.802 (hex.).

German (Pape)

[Seite 1356] Schnee nährend, hegend, wie χιονοθρέμμων, Κιθαιρών Eur. Phoen. 809.

Russian (Dvoretsky)

χιονοτρόφος: покрытый снегом, снеговой (Κιθαιρών Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χιονοτρόφος: -ον, χιονοθρέμμων, ὦ ζαθέων πετάλων πολυθηρότατον νάπος Ἀρτέμιδος χιονοτρόφον ὄμμα Κιθαιρὼν Εὐρ. Φοίν. 803.

Greek Monolingual

-ον, Α
χιονοθρέμμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].

Greek Monotonic

χῐονοτρόφος: -ον, = χῐονοθρέμμων, σε Ευρ.

Middle Liddell

χιονο-τρόφος, ον, = χιονοθρέμμων, Eur.]