χειρόκμητος
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
ον, wrought by hand, παραδείγματα Ti.Locr.94e, cf. Arist.Cael.287b16, Mete.381a30; οἰκήματα Str.2.5.10; χ. ὕδατα, = φρεατιαῖα, of artificial reservoirs, Arist.Mete. 353b25; χ. θεός Heraclit.Ep.4.2; neut. pl. as title of work by [Democr.], Fr.300 (variously corrupted).
German (Pape)
[Seite 1345] von Menschenhänden gearbeitet, gemacht, eingerichtet; πηγαῖα ὕδατα Arist. meteorol. 2, 1, vgl. 4, 3; παραδείγματα Tim. Locr. 94 e; Strab. 3, 5, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
travaillé de main d'homme.
Étymologie: χείρ, κάμνω.
Russian (Dvoretsky)
χειρόκμητος: сделанный или устроенный руками (человека) (παραδείγματα Plat.; πηγαῖα ὕδατα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
χειρόκμητος: -ον, εἰργασμένος, πεποιημένος διὰ χειρός, χειροποίητος, παραδείγματα Τίμ. Λοκρ. 94Ε, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 4, 11, Μετεωρ. 4. 3, 20, Στράβ. 59, 116· χ. τὰ φρεατιαῖα ὕδατα, ἐπὶ φρεάτων καὶ δεξαμενῶν τεχνητῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χειρόκματος, -ον, Α
χειροποίητος, φτειαγμένος με το χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -κμητος (< κάμνω), πρβλ. ἀνδρό-κμητος].