ἀνεικαιότης

From LSJ
Revision as of 17:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεικαιότης Medium diacritics: ἀνεικαιότης Low diacritics: ανεικαιότης Capitals: ΑΝΕΙΚΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: aneikaiótēs Transliteration B: aneikaiotēs Transliteration C: aneikaiotis Beta Code: a)neikaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, levelheadedness, discretion, Chrysipp.Stoic. 2.40, Arr.Epict.3.2.2, D.L.7.46.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
equilibrio, ponderación al emitir un juicio τὴν [ἀ] προπτωσί[αν] τιμῶμ[ε] ν καὶ τὴν [ἀνει] καιότ[η] τα Chrysipp.Stoic.2.39.40, cf. Arr.Epict.3.2.2, D.L.7.46.

German (Pape)

[Seite 220] ητος, ἡ, Besonnenheit, Vorsicht, Diog. L. 7, 46.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεικαιότης: ητος ἡ осмотрительность, осторожность Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεικαιότης: -ητος, ἡ, διάκρισις, φρόνησις, Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 2, Διογέν. Λ. 7. 46.

Greek Monolingual

ἀνεικαιότης, η (Α)
διάκριση, φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»].