μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
3ᵉ pl. ao. opt. de ἀναστρέφω.
ἀνστρέψειαν: эп. 3 л. pl. aor. opt. к ἀναστρέφω.
ἀνστρέψειαν: ποιητ. ἀντὶ ἀναστρέψειαν.
see ἀναστρέφω.
ἀνστρέψειαν: ποιητ. αντί ἀνα-στρέψειαν.