ἀντικατάσχεσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, holding in by force, τοῦ πνεύματος Arist.Pr.961b22.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
retención τοῦ πνεύματος Arist.Pr.961b22.
German (Pape)
[Seite 253] ἡ, das gewaltsame Zurückhalten, Arist. probl. 3, 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικατάσχεσις: εως ἡ задержка, остановка, прекращение (τοῦ πνεύματος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικατάσχεσις: -εως, ἡ, ἡ βιαία συγκράτησις, τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Προβλ. 3. 1, 3.
Greek Monolingual
ἀντικατάσχεσις, η (Α)
βίαιη συγκράτηση.