ἀπανδόκευτος

From LSJ
Revision as of 18:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπανδόκευτος Medium diacritics: ἀπανδόκευτος Low diacritics: απανδόκευτος Capitals: ΑΠΑΝΔΟΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apandókeutos Transliteration B: apandokeutos Transliteration C: apandokeftos Beta Code: a)pando/keutos

English (LSJ)

ον, without an inn to rest at, ὁδός Democr.230.

Spanish (DGE)

-ον carente de posadas ὁδός Democr.B 230.

German (Pape)

[Seite 278] ohne Gastgelage, Democrit. bei Stob.

Russian (Dvoretsky)

ἀπανδόκευτος: не имеющий постоялых дворов (ὁδός Democr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανδόκευτος: -ον, ἄνευ πανδοκείου πρὸς ἀνάπαυσιν, βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 154. 38.

Greek Monolingual

ἀπανδόκευτος (-ον) (Α) πανδοκεύω
αυτός που δεν έχει πανδοχείο για να ξεκουραστούν οι ταξιδιώτες («βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος», Δημόκρ.).