ἀποσταλάζω
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
= ἀποστάζω Il, luc.Am.45: c.acc., ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Jl.3(4).18 ( = Am.9.13).
Spanish (DGE)
1 tr. destilar ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Am.9.13, LXX Il.4.18.
2 intr. gotear de οἱ τῶν ἐναγωνίων πόνων ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτες Luc.Am.45.
German (Pape)
[Seite 326] (s. σταλάζω), = ἀποστάζω, Luc. amor. 45; Synes.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσταλάζω: Luc. = ἀποστάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσταλάζω: μέλλ. -άξω, = ἀποστάζω Ι., καθαρίζω τι δι᾿ ἀποστάξεως· μεταφ. ἐξαγνίζω, τὴν ψυχὴν Συνέσ. 55Β. ΙΙ. ἀμετ. Λουκ. Ἔρωτ. 45· μετ᾿ αἰτ. συστοιχ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ γ΄, 18).
Greek Monolingual
ἀποσταλάζω (Α)
1. καθαρίζω με απόσταξη
2. εξαγνίζω.