ἀποσκώπτω

From LSJ
Revision as of 18:21, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκώπτω Medium diacritics: ἀποσκώπτω Low diacritics: αποσκώπτω Capitals: ΑΠΟΣΚΩΠΤΩ
Transliteration A: aposkṓptō Transliteration B: aposkōptō Transliteration C: aposkopto Beta Code: a)poskw/ptw

English (LSJ)

banter, rally, Θαλῆν ἀστρονομοῦντα . . θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται Pl.Tht.174a; ἀ. πρός or εἴς τινα, jeer at one, D.C.48.38, Luc.Herm. 51, etc.; ἐπί τινι D.C.60.33; εἴς τινα ἐπίγραμμα D.L. 5.11.

Spanish (DGE)

burlarse, mofarse Θαλῆν ἀστρονομοῦντα Pl.Tht.174a
c. prep. πρὸς ... τὸν Ἀντώνιον D.C.48.38.2, ἐς τὸν Κικέρωνα D.C.40.54.4, ἐς τὸν Ξέρξην D.C.59.17.11, ἐς τοὺς φιλοσοφοῦντας Luc.Herm.51, ἐς αὐτόν Philostr.VS 577
dedicar en tono de burla o mofa εἰς αὐτὸν ἐπίγραμμα D.L.5.11, πολλὰ ... πρὸς τὸν Τούλλιον D.C.Epit.7.9.15
ἐφ' ᾧ ... κάλλιστα D.C.60.33.8
c. inf. mofarse de μετελαύνειν αὐτὸν τὰ πρόβατα Philostr.VA 8.22.

German (Pape)

[Seite 325] verspotten, τινά Plat. Theaet. 174 a u. Folgde; εἴς τινα Luc. Hermot. 51; Merc. cond. 15 u. öfter, Spöttereien gegen Einen vorbringen.

French (Bailly abrégé)

railler.
Étymologie: ἀπό, σκώπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκώπτω: насмехаться, осмеивать (τινά Plat., εἴς τινα Luc. и τι εἴς τινα Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκώπτω: μέλλ. -ψομαι (καὶ -ψω, παρὰ Βυζ.) ἐμπαίζω, περιπέζω, Θαλῆν ἀστρονομοῦντα… θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται Πλάτ. Θεαίτ. 174Α: ὡσαύτως, ἀπ. πρὸς ἢ εἴς τινα, χλευάζω τινά, Δίων Κ. 48. 38, Λουκ. Ἑρμότ. 51, κτλ.· ἐπί τινι Δίων Κ. 60. 33· τί εἴς τινα Διογ. Λ. 5. 11.

Greek Monolingual

ἀποσκώπτω (Α)
εμπαίζω χλευάζω.

Greek Monotonic

ἀποσκώπτω: μέλ. -σκώψομαι, περιπαίζω, περιγελώ, τινά, σε Πλάτ.· ἀποσκώπτω εἴς τινα, χλευάζω κάποιον, σε Λουκ.

Middle Liddell


to banter, rally, τινά Plat.; ἀπ. εἴς τινα to jeer at one, Luc.