ἀρσενικός
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
v. ἀρρενικός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): át. ἀρρεν- Ar.Fr.222, Thphr.Lap.50
• Grafía: graf. αὐσε- PRain.Med.13.4 (VI/VII d.C.)
I 1de sexo masculino σωμάτιον POxy.37.7 (I d.C.), 38.7 (I d.C.), παιδίον PFlor.50.62 (III d.C.), (δαίμονες) TDA 198.5 (Cumas II/III d.C.)
•de varón, masculino de vestidos POxy.741.8 (II d.C.), de cualidades morales, M.Ant.11.18.5, cf. Luc.DDeor.18.1
•viril, causado por un varón πῦρ de un amor, Call.Epigr.25.5, πόθος AP 5.116.
2 gram. del género masculino op. θηλυκός Plu.2.1011c, πτῶσις Ph.1.294, cf. Aristid.Quint.78.31, D.T.634.17.
3 bot. λίβανον ἀ. incienso macho e.d. puro o naturalmente destilado por la Boswellia carteri de Arabia PMag.4.907.
II subst. ἀρσενικόν, τό arsénico Arist.Pr.966b28, τὸ καλούμενον δὲ ὑπὸ μὲν ἰατρῶν ἀρσενικόν, ὑπὸ δὲ τῶν ἀττικίζειν ... βουλομένων ἀρρενικόν Gal.13.593
•oropimente Ar.l.c., Thphr.l.c., POxy.1088.28 (I d.C.), Vitr.7.7.5, Plin.HN 6.98, PLeid.X.56, Isid.Etym.19.17.12, PRain.Med.l.c.
•tb. ἀρσενική, ἡ: ἀρσενίκην (sic) χρυσίζον (sic) Anon.Alch.318.7
•ἀρρενικὴ ἢ ἀρρενικόν, ἑκατέρως γὰρ ὀνομάζεται Gal.12.212
•tb. dim. ἀρσενίκιον, τό Gal.14.560, τὸ ἀρσενικόν, ὅ περ ἰδιωτικῶς ἀρσενίκιον λέγεται Eust.913.59.
III adv. -ῶς con género masculino ἀ. ὀνομάζεσθαι Phld.Piet.p.118S., ἀ. καλεῖται Str.8.3.11, ἀ. λέγεται Plb.7.14d, cf. Ath.119d, 590b, Hipparch.1.5.20, Gal.12.223.
• Etimología: Cf. ἄρσην. En cuanto al subst. τὸ ἀ., prob. préstamo del iranio *zarnĩk ‘de color dorado’, cf. pers. zarnĩx, zarnĩq ‘arsénico’.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
arsenic jaune (p. opp. à l'arsenic rouge ou σανδαράκη).
Étymologie: DELG emprunt au perse *zarnik « couleur d'or ».
Russian (Dvoretsky)
ἀρσενικός: Anth. = ἀρρενικός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρσενικός: ἴδε ἀρρενικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀρσενικός, -ή, -όν) άρσην
αυτός που ανήκει στο ανδρικό γένος, αυτός που επιτελεί τη γονιμοποίηση κατά την αναπαραγωγή
μσν.- νεοελλ.
(για φυτά) ο άκαρπος.