ἁμέρα
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
ἁμέρα: (ᾱμ) ἡ дор. = ἡμέρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμέρα: ἀντὶ ἡμέρα.
English (Slater)
ᾱμέρα (-α, -ας, -ᾳ, -αν; -αι, -αις v. Forssman, 11ff.) day ὅτ' ἀμφότεροικράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν (O. 9.85) τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) “δώδεκα δὲ πρότερον ἁμέρας” (P. 4.26) τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις φάσομαι (N. 9.42) ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ. Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας (N. 10.55) ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.16) opposed to night, μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δἰ αἰθέρος (O. 1.6) ἡσύχιμον ἁμέραν παῖδ' ἀελίου (O. 2.32) ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις (O. 2.62) ἁμέραισιν μὲν . ἀλλ' ἐν ὄρφναισιν (P. 1.22) νύκτεσσιν ἔν θ ἁμέραις (ἔν τ' ἀμέραις v. l.) (P. 4.130) ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον of a solar eclipse Πα. . 3. σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 5. in general: ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι (O. 1.33) ἕποιτο μοῖρα καὶ ὐστέραισιν ἐν ἁμέραις (P. 10.18) ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (N. 8.32) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν (I. 3.18) ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν (i. e. are never ending, “hören nimmer auf”, Wil. cf. (O. 2.32) ) Παρθ. 1. 15.
Spanish (DGE)
ἀμέρα v. ἡμέρα
Greek Monotonic
ἁμέρα: Δωρ. αντί ἡμέρα.