ἄλεκτος

From LSJ
Revision as of 18:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλεκτος Medium diacritics: ἄλεκτος Low diacritics: άλεκτος Capitals: ΑΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: álektos Transliteration B: alektos Transliteration C: alektos Beta Code: a)/lektos

English (LSJ)

ον, not to be told, indescribable, Hp.Ep.13, Pherecr.157, Plb.30.22.12, App.Hann.40.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indecible, indescriptible συμπαθείη Hp.Ep.13, ἄλεκτον ἦν τὸ συμβαῖνον Plb.30.22.12, σπουδὴ ἄ. ὑπὲρ τῆς νίκης Luc.Anach.12.
neutr. como adv. ἄλεκτα παθεῖν Pherecr.168.
2 indivisible Hsch.
II adv. -ως indescriptiblemente Didym.M.39.520D.

German (Pape)

[Seite 92] unaussprechlich, Pherecrat. B. A. 330; Pol. 30, 13, 12 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἄλεκτος: λέγω III] невыразимый, неописуемый Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλεκτος: -ον, ἀνέκφραστος, ἀπερίγραπτος, ἄρρητος, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20, Πολύβ. 30, 13.12, κτλ.

Greek Monolingual

και άλεχτος, -η, -ο (Α ἄλεκτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, ανείπωτος, απερίγραπτος
νεοελλ.
αυτός που δεν λέχθηκε, δεν ειπώθηκε ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λεκτὸς < λέγω.