ἐθελόπορνος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον, voluntary catamite, Anacr.21.7.
Spanish (DGE)
-ον
prostituido por vicio subst. κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων Anacr.82.5.
German (Pape)
[Seite 718] der Hurerei aus eigener Neigung ergeben, Anacr. bei Ath. XII, 533 f.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελόπορνος: склонный к разврату Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελόπορνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἑκουσίως εἰς πορνείαν δεδομένη, ἀρτοπώλῃσιν κἠθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων Ἀνακρ. παρ’ Ἀθην. 533F.
Greek Monolingual
ἐθελόπορνος, -ον (Α)
ἡ ἐθελόπορνος
αυτή που παραδίνεται με τη θέληση της στην πορνεία.