ἐκπυρηνίζω

Revision as of 19:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

(πυρήν) squeeze out the stone: generally, squeeze out, τὰ ἐνόντα Arist.Ph. 214a33, Steph. in Hp.1.82 D.:—Pass., Alex.Aphr. Pr.1.119, de An.132.29.

Spanish (DGE)

expulsar, expeler mediante presión τὰ ἐνόντα Arist.Ph.214a33, ἐκπυρηνίζει τὴν ὑγρότητα del vientre, Pall.in Hp.146, τὸ πνεῦμα Steph.in Hp.Aph.2.264.34, cf. in Hp.Progn.70.20, Phlp.in de An.355.8, τὸ ψυχρὸν καταχεόμενον δίκην σπογγίας ἐκπυρηνίζει ... τὰ ῥεύματα Steph.in Hp.Aph.3.94.18, τὸ σπέρμα Steph.in Hp.Aph.3.170.2, en v. pas. del aire, Alex.Aphr.de An.132.29, Pr.1.119, Steph.in Hp.Aph.2.402.15, (ἡ ἀναθυμίασις) ἐκπυρηνιζομένη ... διὰ τὴν ψύξιν Olymp.in Mete.12.23, producida por los átomos y causante de la espiración según Demócrito, Mich.in PN 116.7.

German (Pape)

[Seite 777] auskernen, den Kern herausnehmen u. zwischen den Fingern wegschnellen, Simpl. zu Arist. a. a. O. – Uebh. ausdrücken, herausquetschen, τὰ ἐνόντα Arist. phys. ausc. 4, 7 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπῡρηνίζω: досл. вынимать ядро, перен. вытеснять (изнутри) (τὰ ἐνόντα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπῡρηνίζω: (πυρὴν) διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω τὸν πυρῆνα καὶ ῥίπτω αὐτόν, ἐν γένει, ἐκπιέζω, ἐκθλίβω, ἐξακοντίζω, τἀ ἐνόντα Ἀριστ. Φυσ. 4. 7, 6. - Παθ., Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 119.

Greek Monolingual

(AM ἐκπυρηνίζω)
αφαιρώ τον πυρήνα καρπού
νεοελλ.
αφαιρώ με διατομή περιγεγραμμένο όγκο ή όργανο
αρχ.
εκπιέζω.