ἐξανδραποδισμός

From LSJ
Revision as of 19:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανδρᾰποδισμός Medium diacritics: ἐξανδραποδισμός Low diacritics: εξανδραποδισμός Capitals: ΕΞΑΝΔΡΑΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: exandrapodismós Transliteration B: exandrapodismos Transliteration C: eksandrapodismos Beta Code: e)candrapodismo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἐξανδραπόδισις (selling for slaves, selling into slavery), Plb. 6.49.1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 acción de reducir a esclavitud, esclavización ἐπ' ἀνδραποδισμῷ Μεσσηνίοις πόλεμον ἐξήνεγκαν Plb.6.49.1, c. gen. obj. ἐπ' ἐξανδραποδισμῷ καὶ μερισμῷ τῆς Ἁκαρνανίας Plb.9.34.7, cf. 11.5.1, πόλεων ἐξανδραποδισμοὶ καὶ πολιορκίαι Plb.11.19a.1, cf. 15.23.3, γυναικῶν καὶ παίδων Basil.M.30.632A.
2 despojo, saqueo, lat. depeculatio, Gloss.2.43.

German (Pape)

[Seite 868] ὁ, dasselbe, Pol. 6, 49, 1, öfter.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανδραποδισμός: ὁ Polyb. = ἐξανδραπόδισις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανδραποδισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 49, 1.

Greek Monolingual

και ανδραποδισμός, ο (Α ἐξανδραποδισμός) εξανδραποδίζω
εξανδραπόδιση.