ἐπίουρα

From LSJ
Revision as of 19:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίουρα Medium diacritics: ἐπίουρα Low diacritics: επίουρα Capitals: ΕΠΙΟΥΡΑ
Transliteration A: epíoura Transliteration B: epioura Transliteration C: epioura Beta Code: e)pi/oura

English (LSJ)

v. οὖρον. <ρ>

German (Pape)

[Seite 967] τά, Il. 10, 351 ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἀπέην ὅσσον τ' ἐπίουρα πέλονται ἡμιόνων, wo Spitzner u. Bekker nach den Schol. ἐπὶ οὖρα schreiben; Aristarch. erkl.: so viel Vorsprung die Maulesel beim Pflügen vor den Ochsen haben, wie Hom. selbst hinzufügt: αἱ γάρ τε βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι νειοῖο βαθείης πηκτὸνἄροτρον. Vgl. Spitzner exc. XX u. unten οὖρον.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίουρα: τά (вспаханные) борозды (Hom. К 351 - v.l. ἐπὶ οὖρα, см. οὖρον II).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίουρα: ἴδε τὴν λ. οὖρον.

English (Autenrieth)

see οὖρον.

Greek Monolingual

ἐπίουρα, τά (Μ)
(κατά τον Ευστάθιο) «τὰ ὁρμήματα, ὡς ἀπὸ τοῦ ὀρούειν, ἢ τὰ μεταξὺ διαστήματα, ὡς ἀπὸ τοῦ ὅρος ό περιορισμός», δηλ. τα σημεία από όπου εξορμά κανείς ή τα μεσοδιαστήματα που παρεμβάλλονται μεταξύ δύο αντικειμένων.

Greek Monotonic

ἐπίουρα: βλ. οὖρον.