ἐπισκεπτικός

From LSJ
Revision as of 19:46, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκεπτικός Medium diacritics: ἐπισκεπτικός Low diacritics: επισκεπτικός Capitals: ΕΠΙΣΚΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: episkeptikós Transliteration B: episkeptikos Transliteration C: episkeptikos Beta Code: e)piskeptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fit for examining, τινός Arr.Epict.1.17.10; μέθοδος S.E.M.5.3. Adv.-κῶς Ptol.Tetr.171.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκεπτικός: исследовательский, исследующий (μέθοδος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκεπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐξέτασιν, μέθοδος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 3.

Greek Monolingual

ἐπισκεπτικός, -ή, -όν (AM) επισκέπτης
ο κατάλληλος για έρευνα.