ἔκκλυσμα

From LSJ
Revision as of 20:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκλυσμα Medium diacritics: ἔκκλυσμα Low diacritics: έκκλυσμα Capitals: ΕΚΚΛΥΣΜΑ
Transliteration A: ékklysma Transliteration B: ekklysma Transliteration C: ekklysma Beta Code: e)/kklusma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is washed away, τὸ τῆς ἡδονῆς ἔ. Plu.2.1089b; that which is washed up, produce of the sea, of purple dye, Zos.Alch.p.164

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo arrojado por el mar a la playa δεῖ δὲ προσέχειν ... πῶς ἐκ θαλάττης οὖσα καὶ ἐκλύσματος (sic) εἰς πορφύραν μετατρέπεται del caracol de la púrpura, Zos.Alch.164.15
fig. residuo τὰ ... τῶν πικρῶν ἐκκλύσματα Plu.2.463a, τὰ τῆς ἡδονῆς ἐκκλύσματα Plu.2.1089b.

German (Pape)

[Seite 764] τό, das Ausgespülte, der Schmutz, Plut. non posse 4 M.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lavure.
Étymologie: ἐκκλύζω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκκλυσμα: ατος τό pl. помои, нечистоты, грязь Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκλυσμα: τό, τὸ ἐκπλυνόμενον, ἀπόπλυμα, Πλούτ. 2. 1089Β.

Greek Monolingual

ἔκκλυσμα, το (Α)
1. απόπλυμα
2. (για κόκκινη βαφή) που παράγεται από θαλάσσιους οργανισμούς.