ἡμίσεια
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος, v. ἥμισυς.
German (Pape)
[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.
French (Bailly abrégé)
v. ἥμισυς.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίσεια: ἡ (sc. μοῖρα) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.
Greek Monolingual
η
βλ. ήμισυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του επιθ. ήμισυς].
Greek Monotonic
ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, βλ. ἥμισυς.