ἕης
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
Epic gen. of ὅς, who, Il. 16.208.
Spanish (DGE)
v. ὅς.
French (Bailly abrégé)
gén. fém. épq. de ὅς¹.
Russian (Dvoretsky)
ἕης: эп. (= ἥς) gen. f к ὅς.
Greek (Liddell-Scott)
ἕης: Ἐπ. γεν. τοῦ ὅς, ὁ ὁποῖος Ἰλ. Π. 208: ἀλλὰ τὸ ἑῆς γεν. τοῦ ὅς, ἑός, ἰδικός του.
English (Autenrieth)
see ὅς.
Greek Monotonic
ἕης: Επικ. αντί ἧς, γεν. θηλ. του ὅς, της οποίας· αλλά ἑῆς, γεν. του ὅς, δικός του.