ὀλιγωφελής
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
English (LSJ)
ές, (ὄφελος) of little use, S.E.M.1.296: Comp., Herod. Med. ap. Orib.8.3.3.
German (Pape)
[Seite 322] ές, wenig helfend, S. Emp. adv. eth. 132.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγωφελής: мало полезный, оказывающий незначительную помощь Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγωφελής: -ές, ὁ ὀλίγον ὠφελῶν, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 1. 296.
Greek Monolingual
ὀλιγωφελής, -ές (Α)
αυτός που ωφελεί λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν-ωφελής. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].