ὑπαρκτός

From LSJ
Revision as of 21:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαρκτός Medium diacritics: ὑπαρκτός Low diacritics: υπαρκτός Capitals: ΥΠΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: hyparktós Transliteration B: hyparktos Transliteration C: yparktos Beta Code: u(parkto/s

English (LSJ)

ή, όν, subsisting, existent, real, Epicur.Fr.27, Posidon. ap.D.L.7.91, Plu.2.1046c, etc.

German (Pape)

[Seite 1183] ή, όν, adj. verb. von ὑπάρχω, daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui existe par soi-même ou réellement.
Étymologie: ὑπάρχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαρκτός: Plut., Diog. L., Sext. = ὑπαρκτικός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαρκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, πραγματικός, Ποσειδώνιος παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπαρκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπάρχω
αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, πραγματικός (α. «υπαρκτό πρόβλημα» β. «μαντικὴ ὡς ἀνύπαρκτος, εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να υπάρξει
2. φρ. «υπαρκτός σοσιαλισμός»
(κοινων.) βλ. σοσιαλισμός
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπαρκτά
η ύπαρξη.