βομβύλη
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
ἡ, = λήκυθος, Hsch., Sch.A.R.2.569.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ lécito Hsch., cf. βομβυλιός II.
German (Pape)
[Seite 453] ἡ, 1) eine Bienenart. – 2) ein enghalsiges Gefäß, das beim Ausgießen einen glucksenden Ton von sich giebt, Schol. Ap. Rh. 2, 569.
Greek (Liddell-Scott)
βομβύλη: ἡ, = βομβύλιος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 569.