δεμάτιον
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
τό, Dim. of δέμα, Hippiatr.22, Sch.Theoc.4.18.
Spanish (DGE)
-ου, τό
manojo, pequeño haz en recetas πρασίου Hippiatr.22.22, ὑσσώπου Hippiatr.22.29, ἐρεβίνθου χλωροῦ δεμάτια δ' DP 6.37, Apoph.Patr.M.65.349A, κώμυθα· τὸ δ. Sch.Theoc.4.18b, δ.· manipulum, Gloss.2.268.
German (Pape)
[Seite 545] τό, dim. von δέμα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δεμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δέμα, Ἱππιατρ.: ὡσαύτως δεσμάτιον.