διέλευσις
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εως, ἡ, transit, Ptol.Tetr.135.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 paso, acción de recorrer o atravesar en el espacio οἱ τῆς διελεύσεως τοῦ ζῳδιακοῦ χρόνοι Ptol.Tetr.3.11.19, ἡ τῶν τοπικῶν διαστημάτων δ. Eustr.in EN 105.26
•paso, transcurso en el tiempo ἡ δ. τῶν ἡμερῶν Euagr.Schol.HE 1.4.
2 propagación τοῦ φωτός Eustr.in APo.151.32.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, das Durchgehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διέλευσις: -εως, ἡ, δίοδος, διάβασις, Πτολεμ. Τετρ. 135, Πρόκλ. Πτολ. 199. 19.