ἀγακλυτός
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
όν, A = ἀγακλειτός (very glorious, very famous, far-famed), Il.6.426, Hes.Th.945, etc. 2 of things, ἀ. δώματα Od.3.388, 7.3,46.
Spanish (DGE)
-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
renombrado, preclaro de dioses y héroes Ἰδομενεύς Il.6.436, Od.14.237, Ὀδυσσεύς Od.8.502, Εὐρυτίων Od.21.295, Ἀμφιμέδων Od.24.103, Τυδεύς Hes.Fr.14.1, Ἥφαιστος Hes.Th.945, Ὑγίεια Lyr.Adesp.16.14, 23
• de pers., ref. a un sacerdote de Eleusis IG 22.3411.7 (II d.C.), ὑπὲρ βασιλῆος ἀγακλυτοῖο ἄνακτος Orac.Sib.14.192, cf. IPh.168.4 (II d.C.), Opp.C.1.224, IEphesos 3330 (imper.)
• de lugares y cosas δώματα Od.3.388, 428, 7.3, 46, ἀγακλυτὸν ἄστυ τὸ Σάρδων IG 22.4786.4 (II d.C.), τεύχεα Μέμνονος Q.S.4.457, ἄεθλα Q.S.5.316
• sent. dud., quizá ref. a la juventud ἄνθος anón. hex. en POxy.3537ue.23.
German (Pape)
[Seite 7] ή, όν, sehr berühmt, Hom. Iliad. nur 6, 436, Odyss. öfter; ἀγ. δῶματα Od. 3, 388 u. 428. 7, 3 u. 46, sonst Beiw. von Heroen.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
très illustre.
Étymologie: ἄγαν, κλυτός.
Russian (Dvoretsky)
ἀγακλῠτός: Hom. = ἀγακλεής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγακλυτός: -όν, = ἀγακλεής, -κλειτός. Λατ. inclytus, Ὁμ. (πρὸ πάντων ἐν Ὀδ. ἐν Ἰλ. μόνον ἐν Ζ, 436. -Ἰδομενῆα), καὶ Ἡσ. ἰδίᾳ ἐπὶ ἀνθρώπων. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀγ. δώματα, Ὀδ. Γ. 388, 428., Η. 3, 46.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ἀγακλυτός: -όν,
1. = ἀγακλειτός, Λατ. inclytus, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Ησίοδ.
2. λέγεται και για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
= ἀγακλειτός,] [cf. κτίζω
1. Lat. inclytus, of men, Hom., Hes.
2. of things, Od.