Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
subs.
P. and V. εἱρκτή, ἡ, or pl., P. δεσμωτήριον, τό, εἱργμός, ὁ, V. ὁρκάναι, αἱ. Public prison: P. τὸ δημόσιον, V. πάνδημος στέγη, ἡ. Imprisonment: use P. and V. δεσμός, ὁ, or pl. Be thrown into prison: P. εἰς εἱρκτὴν εἰσπίπτειν (Thuc. 1, 131). v. trans. See imprison.