ἀμεταβλητί
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
Adv., = ἀμεταβλήτως, fr. ἀμετάβλητος.
Spanish (DGE)
adv. incesante, continuamente glos. a ἀσπερχές Sch.Bek.Il.16.61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεταβλητί: ἀμεταβλήτως, Σχόλ. εἰς Ἰλιάδος Π. ὡς ἐξήγησις τοῦ ἀσπερχές.