δίνω
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
[ῑ], used only in pres.,
A thresh out on the δῖνος 111, ἱερὸν ἀκτὴν δινέμεν Hes.Op.598:—Pass., δινομένην ὑπὸ (v.l. περὶ) βουσὶν . . ἅλωα trodden by the circling oxen, Call.Fr.51:—Aeol. δίννω Hdn.Gr.2.492: Dor. 3pl. ἀπο-δίνωντι Tab.Heracl.1.102.