ἀντιπροσελαύνω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
intr., charge against, of cavalry, D.C.46.37.
Spanish (DGE)
milit. abs. cargar de la caballería ὡς καὶ καθ' ἑαυτοὺς τοῖς ἀντιπροσελάσουσι προσμίξοντες D.C.46.37.2.
German (Pape)
[Seite 259] (s. ἐλαύνω), dagegen anrücken. sc. στρατόν, s. ἐλαύνω, Dio C.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπροσελαύνω: ἀμεταβ., προσελαύνω ἐναντίον, Δίων. Κ. 46. 37.