ἀποκαρτέον
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
(ἀποκείρω) one must clip off, Eup.400.
Spanish (DGE)
hay que cortar Eup.400.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαρτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀποκείρω, πρέπει τις ν’ ἀποκείρῃ Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 97.