ἀπροδιηγήτως
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
Adv., (διηγέομαι) without preface, Tz.Proll.Hes.10.
Spanish (DGE)
adv. sin introducción Tz.ad Hes.10.
German (Pape)
[Seite 338] ohne vorangegangene Erzählung?
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροδιηγήτως: ἐπίρρ. (διηγέομαι) = ἀπροοιμιάστως, ἀπροδιηγήτως καὶ ἀκεφάλως Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἡσιόδ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. σ. 10, Ἔκδ. Γαισφ.