ἀποσοβητής
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = -ητήρ, Sch.Ar.Pl.359.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
ahuyentador τῶν κακῶν Sch.A.Th.8j, cf. Sch.Ar.Pl.359.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσοβητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκφοβῶν, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 359, κτλ: ― ὡσαύτως, -ητήρ, -ῆρος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 531: ― ῥηματ. ἐπίθ. -ητέον, πρέπει τις νὰ ἀποδιώξῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, διάφ. γραφ. ἐν Φρυνίχ. 323 Λοβ.: ― ὡσαύτως -ητήριος, α, ον, ὁ ἀπελαύνων, ὁ ἀποτρέπων, ὁ ἀποδιώκων, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλεξητήριος: ― καὶ ἀποσοβητικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 9. 143.