ὑποστεγάζω

From LSJ
Revision as of 18:11, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Middle Liddell

to support from underneath, Aesch.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστεγάζω: носить на себе, выдерживать (Aesch. - v. l. ὑποστενάζω).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστεγάζω: ἴδε ὑποστενάζω ΙΙ· - ὑποστέγασμα, τό, διάφορ. γραφ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 208.

Greek Monotonic

ὑποστεγάζω: υποστηρίζω, υποστυλώνω από κάτω, σε Αισχύλ.