Εὔκολος

From LSJ
Revision as of 18:13, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source

Greek (Liddell-Scott)

Εὔκολος: «Ἑρμῆς παρὰ Μεταποντίοις» Ἡσύχ.
ον, (κόλον): Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως εὐχαριστούμενος μὲ τὴν τροφήν του, Ἀνθ. Π. 9. 72· εὔκ. τῇ διαίτῃ Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· τὸ εὔκολον τῆς διαίτης ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 3: - ἀλλὰ παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, 2) περὶ διαθέσεως τῆς ψυχῆς, ἀντίθετ. τῷ δύσκολος, εὐκόλως ἱκανοποιούμενος, αὐτάρκης, πρᾶος, εἰρηνικός, «καλόκαρδος», Λατ. facilis, comis, λεγόμενον περὶ τοῦ Σοφοκλέους ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· μετὰ δοτ., εὔκολος πολίταις, φιλικὸς πρὸς αὐτούς, ἐν εἰρήνῃ διάγων μετ’ αὐτῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 359· εὔκ. ἑαυτῷ Πλάτ. Πολ. 33Α· εὔκ. προς τινα Πλουτ. Φάβ. 1: - Ἐπίρρ. -λως, μετ’ εὐκολίας, ἡσύχως, πράως, εὐκ. ἐξέπιε Πλάτ. Φαίδων 117C εὐκ. φέρειν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12· εὐκόλως ἔχειν Λυσ. 101. 23· ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 2· ὡσαύτως, ἀμελῶς, ἄνευ φροντίδος, Πλάτ. Σοφιστ. 242C. 2) ἕτοιμος, πρόθυμος, εὐκίνητος, Ἀνθ. Π. 5. 206, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 130, Δ΄, 96. 4) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., εὐκόλως κλίνων ἢ ὠθούμενος πρός τι, ἐπιρρεπής, πρὸς ἀδικίαν Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 40· ὀργαῖς Πλούτ. 2. 463D. II. ἐπὶ πραγμάτων, εὔκολος, οὐ γὰρ εὐκόλῳ ἔοικεν Πλάτ. Πολ. 453D, πρβλ. Παρμ. 131 Ε: -Ὑπερθ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 779 Ε.