hábil
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
Spanish > Greek
αἱμύλιος, αἱμύλος, γλαφυρός, δαΐφρων, δεινόθυμος, δεινός, δεξιός, διαλεκτικός, ἀγαθός, ἐνδέξιος, ἐνδρανής, ἐνεδρευτικός, ἐντεχνής, ἑκτικός