καλλιγραφώ
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Greek Monolingual
(AM καλλιγραφῶ, -έω) καλλιγράφος
έχω ωραίο γραφικό χαρακτήρα, είμαι καλλιγράφος
αρχ.
1. γράφω με γλαφυρότητα ύφους
2. βάφω προσεχτικά το πρόσωπο («τὸ πρόσωπον περιχρίει, ἐπεντρίβει, καλλιγραφεῖ, φύκει πυρσαίνει», Πολυδ.).