ἑτοιμοτόμος
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ον, ready to cut, χεῖρες AP9.282 (Antip. Thess.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
prêt à couper.
Étymologie: ἕτοιμος, τέμνω.
Greek Monolingual
ἑτοιμοτόμος, -ον (Α)
1. έτοιμος για κόψιμο
2. ο επιτήδειος στο κόψιμο («ἑτοιμοτόμοι χεῖρες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -τομος (< τέμνω), πρβλ. νεό-τομος].
Greek Monotonic
ἑτοιμοτόμος: -ον (τέμνω), έτοιμος για κόψιμο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἑτοιμοτόμος: готовый (от)резать (χεῖρες Anth.).