πειθαρχῶ

From LSJ
Revision as of 14:56, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Mantoulidis Etymological

(=ὑπακούω). Παρασύνθετο ἀπό τό πείθαρχος → πείθομαι + ἀρχή.
Παράγωγα: πειθαρχία, πειθαρχικός, πειθάρχησις. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στά ρήματα ἄρχω καί πείθω.