πειθάρχησις
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
-εως, ἡ, = πειθαρχία (obedience to command), Eustr. in EN 118.10.
German (Pape)
[Seite 543] ἡ, = πειθαρχία, Euseb. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πειθάρχησις: ἡ, = τῷ ἑπομ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 5, 17, Εὐστράτ. εἰς Ἀριστ. Ἠθ. Νικ.