πειθαρχῶ

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Mantoulidis Etymological

(=ὑπακούω). Παρασύνθετο ἀπό τό πείθαρχος → πείθομαι + ἀρχή.
Παράγωγα: πειθαρχία, πειθαρχικός, πειθάρχησις. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στά ρήματα ἄρχω καί πείθω.