πειθαρχῶ

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213

Mantoulidis Etymological

(=ὑπακούω). Παρασύνθετο ἀπό τό πείθαρχος → πείθομαι + ἀρχή.
Παράγωγα: πειθαρχία, πειθαρχικός, πειθάρχησις. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στά ρήματα ἄρχω καί πείθω.